Απόφαση 1367 / 2019 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 1 και 3 του ΑΝ 539/1945 με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 (που αφορά επίδομα αδείας) και εκείνες των άρθρων 648, 653, 666, 679 του Α.Κ., της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ’ αριθμό 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως “περί προστασίας του ημερομισθίου”, 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26/2/1975 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, 1 παρ. 2 του ν. 1082/1980 και 3 της ΥΑ 19040/1981, προκύπτει, ότι ως “συνήθεις αποδοχές”, ταυτιζόμενες με τις “τακτικές αποδοχές” της παρ. 2 εδ. β και γ του άρθρου 3 της ΥΑ 19040/1981, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση, ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (πλην του επιδόματος αδείας στις αποδοχές αδείας).
Επομένως, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΟλΑΠ 16/2011).
Δεν συμπεριλαμβάνονται όμως στις αποδοχές αδείας το επίδομα αδείας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας.Αριθμός 1367/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Χ. του Β., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κουφογιάννη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.” (…), που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευγενία Σούμπαση, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/6/2009 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 750/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 5197/2013 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10/5/2016 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 10.7.2018 κλήση της αναιρεσείουσας νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η από αυτήν ασκηθείσα από 10.5.2016 με αριθ. κατάθ. 91/13.7.2016 αίτηση αναίρεσης μετά την ματαίωση της συζήτησης αυτής κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο της 13ης Φεβρουαρίου 2018. Με την ένδικη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 5197/9.10.2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσαντος ως Εφετείου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν άσκησης της από 30.6.2010 και με αριθ. κατάθ. 123836/2153/6.7.2010 έφεσης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, κατά της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. 750/18.5.2010 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία η ως άνω έφεση, εξαφανίσθηκε η εν λόγω απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία, κατόπιν παραδοχής της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ ως ουσιαστικά βάσιμης, απορρίφθηκε ως κατ` ουσία αβάσιμη η από 24.6.2009 και με αριθ. κατάθ. 1396/2009 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, με την οποία η ενάγουσα και ήδη αναιρεσειουσα ζητούσε να επιδικασθεί σε αυτήν το συνολικό ποσό των 5.158,66 ευρώ με το νόμιμο τόκο για διαφορές στα επιδόματα εορτών και αδείας και στις αποδοχές αδείας της περιόδου από 1.1.2005 έως 31.12.2009 στη δε συνέχεια μετά από εκδίκαση της υπόθεσης απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω πρόωρης ενάσκησης για τις αιτούμενες διαφορές του έτους 2009,και ως μη νόμιμη για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, κατά το μέρος που η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ζητούσε τις διαφορές στα επιδόματα εορτών και άδειας, ενώ έγινε δεκτή ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη κατά το ποσό των 1.177,57 ευρώ για τις διαφορές στις αποδοχές άδειας. Η αίτηση αναίρεσης, με την οποία ,κατ` εκτίμηση του Δικαστηρίου, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας ως μη νόμιμη (για διαφορές στα επιδόματα εορτών και άδειας από 1.1.2005 έως 31.12.2008) ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ), απορριπτομένου του ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης περί απαραδέκτου αυτής για έλλειψη εννόμου συμφέροντος της αναιρεσείουσας, και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577παρ.3ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, κατά την διάρκεια της αδείας ανάπαυσης ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούνταν, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του ή τις τυχόν, για την περίπτωση αυτή, καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4547/1966) στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κ.λ.π.).
Πρέπει να σημειωθεί, ότι οι ρυθμίσεις του Α.Ν. 539/1945 διασφαλίζουν τις ελάχιστες, υπέρ όλων των εργαζομένων, εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές κ.λ.π. και λόγω του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο.
Κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων, για τον εργαζόμενο, διατάξεων άλλων πηγών, κατ` επιταγή της αρχής της εύνοιας των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στην σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011), υπό το πρίσμα δε αυτό πρέπει να ληφθεί και θεωρηθεί η περιεχόμενη στην ως άνω διάταξη, ως προς τις αποδοχές αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, εναλλακτική διαζευκτική δυνατότητα χορήγησης των καθορισμένων, για την περίπτωση αυτή, με συλλογική σύμβαση, αποδοχών.
Περαιτέρω, κατά τη ρητή περί τούτου διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 της υπ’ αριθμό 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας “Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου” (ΦΕΚ Α 742), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1082/1980, ως τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής θεωρούνται ο μισθός και το ημερομίσθιο, καθώς και κάθε άλλη παροχή (είτε σε χρήμα, είτε σε είδος, όπως τροφή, κατοικία κ.λ.π.), εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο της παρεχομένης από τον μισθωτό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου, κατά δε το εδάφιο β της ως άνω διάταξης στις ως άνω τακτικές αποδοχές περιλαμβάνονται ενδεικτικά α) οι προσαυξήσεις της νομίμου και τακτικώς παρεχομένης εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες και τις νυκτερινές ώρες, εφόσον δίνονται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες και ώρες τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα διαστήματα β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για τη νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η εργασία αυτή, χωρίς να απαγορεύεται από το νόμο, παρέχεται τακτικά, γ) το επίδομα αδείας, ενώ κατά το εδάφιο γ αυτής στις ως άνω τακτικές αποδοχές περιλαμβάνεται και η συμπληρωματική αμοιβή για υπερεργασία και μάλιστα όχι μόνο η συνεχής, αλλά και εκείνη η οποία εμφανίζει ορισμένη συχνότητα επανάληψης από τη φύση της σύμφωνα με το πρόγραμμα του εργοδότη.
Από τον συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 3 παρ. 1 και 3 του ΑΝ 539/1945 με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 (που αφορά επίδομα αδείας) και εκείνες των άρθρων 648, 653, 666, 679 του Α.Κ., της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ’ αριθμό 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως “περί προστασίας του ημερομισθίου”, 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26/2/1975 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, 1 παρ. 2 του ν. 1082/1980 και 3 της ΥΑ 19040/1981, προκύπτει, ότι ως “συνήθεις αποδοχές”, ταυτιζόμενες με τις “τακτικές αποδοχές” της παρ. 2 εδ. β και γ του άρθρου 3 της ΥΑ 19040/1981, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση, ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (πλην του επιδόματος αδείας στις αποδοχές αδείας).
Επομένως, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΟλΑΠ 16/2011).
Δεν συμπεριλαμβάνονται όμως στις αποδοχές αδείας το επίδομα αδείας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας. Περαιτέρω, με την από 14 Μαρτίου 1985 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας – Ε.Σ.Σ.Ε. – (όρος 5 παρ. 1α, 1β, 1γ και 2, που προστέθηκε με την από 10 Μαΐου 1985 όμοια Ε.Σ.Σ.Ε.) που έχει υπογραφεί μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσίβλητης “… Α.Ε.” και της συνδικαλιστικής οργανώσεως των εργαζομένων σε αυτήν, ορίσθηκαν, ως προς τον τρόπο υπολογισμού των επιδομάτων εορτών και του επιδόματος αδείας, τα εξής: ια) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων – Νέου έτους χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις αποδοχές που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο στις 10 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά: αα) του 1/8 της αμοιβής για εργασία νυκτερινή που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, ββ) του 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, γγ) του 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 80 ώρες που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, δδ) του 1/12 του επιδόματος κανονικής άδειας, χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως κατωτέρω ορίζονται, ιβ) το επίδομα εορτών Πάσχα χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις μισές αποδοχές που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο 15 ημέρες προ του Πάσχα κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά: αα) του 1/8 της αμοιβής για εργασία νυκτερινή που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους, ββ) του 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους, γγ) του 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 40 ώρες που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους και δδ) του 1/24 του επιδόματος κανονικής άδειας, χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως παρακάτω προσδιορίζονται, ιγ) το επίδομα κανονικής αδείας χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με το μισό των αποδοχών που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο το μήνα κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η άδεια ή το μεγαλύτερο μέρος της. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα ποσά αα) τα 1/24 της αμοιβής για νυκτερινή εργασία που έγινε στη διάρκεια του έτους, ββ) το 1/24 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες που έγινε στη διάρκεια του έτους και γγ) του 1/24 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 120 ώρες που έγινε στη διάρκεια του έτους.
2. Το προσωπικό κατά το χρόνο οποιασδήποτε άδειας με αποδοχές λαμβάνει τις αποδοχές που θα ελάμβανε αν εργαζόταν. Στις αποδοχές αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή. Ακολούθως, με την από 10 Ιουνίου 1999 Ε.Σ.Σ.Ε., που θέσπισε το νέο μισθολόγιο του προσωπικού του …, τέθηκε σε ισχύ και ο νέος Γ.Κ.Π. – …., στο άρθρο 12 παρ. 3 και 4 του οποίου ορίζονται τα ακόλουθα: Επιδόματα εορτών: “Στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι Ε.Σ.Σ.Ε., α) ενός δεκαπενθημέρου κατά τις εορτές του Πάσχα και β) ενός μηνός κατά τις εορτές των Χριστουγέννων. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με το, δυνάμει των εκάστοτε διατάξεων, τυχόν καταβλητέο στο προσωπικό των πάσης φύσεως επιχειρήσεων δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα”. Επίδομα κανονικής άδειας. “Στο προσωπικό χορηγείται κάθε χρόνο ως επίδομα κανονικής άδειας ποσό ίσο προς τις τακτικές αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι Ε.Σ.Σ.Ε.”. Επίσης, με το άρθρο 13Β, του ίδιου ως άνω νέου Γ.Κ.Π. – …. ορίσθηκε, σχετικά με την κανονική άδεια του προσωπικού της αναιρεσίβλητης, ότι: Το προσωπικό, μετά την συμπλήρωση στον Οργανισμό ενός έτους συνεχούς πραγματικής υπηρεσίας (βασικός χρόνος) δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια με αποδοχές όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (Διεθνείς Συμβάσεις, Νόμοι, Υπουργικές Αποφάσεις, Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., Ε.Σ.Σ.Ε. κ.λ.π.) και αποφάσεις Δ.Σ.-……
Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι από 1-1-1985 που άρχισε να ισχύει η από 14 Μαρτίου 1985 Ε.Σ.Σ.Ε. τα επιδόματα εορτών και το επίδομα αδείας υπολογίζονται σύμφωνα με τον καθοριζόμενο στην εν λόγω Σ.Σ.Ε. τρόπο υπολογισμού, δηλαδή με βάση το μηνιαίο μισθό, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί κατά τους προαναφερόμενους χρόνους. Όμως ο τρόπος αυτός υπολογισμού τροποποιήθηκε με το νέο Γ.Κ.Π. – …., που τέθηκε σε ισχύ με την από 10 Ιουνίου 1999 Ε.Σ.Σ.Ε., αφού ρητά σ` αυτήν ορίζεται ότι στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του Δ.Σ. “επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι Ε.Σ.Σ.Ε”. Επομένως, ως βάση υπολογισμού των ανωτέρω επιδομάτων λαμβάνεται πλέον όχι ο μηνιαίος μισθός, όπως είχε διαμορφωθεί κατά τους χρόνους που αναφέρθηκαν, αλλά οι τακτικές αποδοχές του μισθωτού, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός και όλες οι παροχές που καταβάλλονται από την αναιρεσίβλητη κάθε μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του έτους, όπως είναι οι πρόσθετες αμοιβές για υπερεργασία, για νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση και για εργασία κατά τις Κυριακές και τη νύκτα.
Εξάλλου, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, ενώ στην από 14 Μαρτίου 1985 Ε.Σ.Σ.Ε. υπήρχε ρητή διάταξη σύμφωνα με την οποία στις αποδοχές αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή απασχόληση, στο νέο Γ.Κ.Π. – … ορίζεται σαφώς ότι το προσωπικό του … δικαιούται για την κανονική άδεια “αποδοχές όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας”. Ενόψει της ανωτέρω ρητής παραπομπής για τον προσδιορισμό των αποδοχών αδείας στις διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, άρα και στο άρθρο 3 του Α.Ν. 539/1945, είναι σαφές ότι ο τρόπος υπολογισμού των αποδοχών αδείας ρυθμίζεται διαφορετικά σε σχέση με την από 14 Μαρτίου 1985 Ε.Σ.Σ.Ε., με αποτέλεσμα την σιωπηρή κατάργηση της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 2 της από 14 Μαρτίου 1985 Ε.Σ.Σ.Ε., που όριζε και μάλιστα αντίθετα προς αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Α.Ν. 539/1945, ότι στις αποδοχές αδείας δεν περιλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή εργασία.
Άλλωστε στο άρθρο 50 του νέου Γ.Κ.Π. – Ο.ΤΕ. ορίζεται ρητά, ότι οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Γ.Κ.Π., αποφάσεις της Διοικήσεως και Ε.Σ.Σ.Ε. που υπογράφηκαν μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος Κανονισμού και έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παύουν να ισχύουν από την ημερομηνία αυτή. Επομένως, στις αποδοχές αδείας των μισθωτών της αναιρεσίβλητης πρέπει να συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, όπως είναι η σταθερή και μόνιμη υπερεργασία, η νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωρία και η παροχή εργασίας κατά τη νύκτα και τις Κυριακές ή αργίες (ΟλΑΠ 16/2011). Δεν συνυπολογίζεται όμως σ` αυτές και το επίδομα αδείας, διότι αυτό, όπως προαναφέρθηκε, υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας.
Τούτο προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, κατά την οποία το επίδομα αδείας είναι ίσο με το σύνολο των αποδοχών των ημερών αδείας, που δικαιούται ο μισθωτός, υπό τον περιορισμό ότι τούτο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και δεκατριών ημερών για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο ( ΑΠ 602/2019,ΑΠ 796/2017, ΑΠ 183/2016, ΑΠ 522/2015, ΑΠ 1334/2014, ΑΠ 378/2012).
Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ`ουσία (ΑΠ58/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 24.6.2009 αγωγή η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εξέθετε ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη στις 13.7.1983 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και στην συνέχεια μονιμοποιήθηκε στην κατηγορία του διοικητικού προσωπικού με το βαθμό Δ/Α. και ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2005 έως και 2009, δεν υπολόγισε τις αποδοχές κανονικής αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών και αδείας με βάση τις τακτικές του αποδοχές, προσαυξημένες κατά τις αμοιβές που λάμβανε σταθερώς και ανελλιπώς για εργασία κατά τις Κυριακές, για νυχτερινή εργασία και για υπερεργασία , όπως όφειλε, σύμφωνα με το νέο Γ.Κ.Π. – ….., που τέθηκε σε ισχύ από τις 18-6-1999 με την από 10/6/1999 Ε.Σ.Σ.Ε., αλλά με βάση τις αναφερόμενες στην από 14/3/1985 Ε.Σ.Σ.Ε. προσαυξήσεις, ζητούσε δε με αυτήν (αγωγή), να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει με βάση τις ρυθμίσεις του νέου ΓΚΠ -…. τις προσαυξήσεις από την παροχή τακτικώς παρεχομένης υπερεργασίας, εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών και νυχτερινής εργασίας ως και από την αναλογία του επιδόματος αδείας στις αποδοχές αδείας, στο επίδομα αδείας και στα επιδόματα εορτών του επίδικου χρονικού διαστήματος ανερχόμενες στο ποσό των 5.158,66 ευρώ. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας επί της έφεσης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθ. 750/2010 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει την αγωγή στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατ` αποδοχή της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένστασης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη μόνο για τις αιτούμενες διαφορές στις αποδοχές αδείας του χρονικού διαστήματος 2005-2008 και της επιδίκασε για την αιτία αυτή νομιμότοκα το ποσό των 1.177,57, ενώ απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη για τις διαφορές στα επιδόματα εορτών και άδειας για το έτος 2009 (δεν πλήττεται η προσβαλλόμενη ως προς αυτό) και ως μη νόμιμη για τις διαφορές στα επιδόματα εορτών και άδειας του χρονικού διαστήματος από 1-1-2005 έως 31-12-2008, που ενδιαφέρει την παρούσα αναιρετική διαδικασία, με το εξής σκεπτικό: “κατά δε το μέρος που η ενάγουσα αιτείται τις δικαιούμενες προσαυξήσεις επί των επιδομάτων εορτών και άδειας καίτοι ορισμένη {….} ,είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη , καθόσον η ενάγουσα αιτείται με αυτή τη διαφορά μεταξύ των ληφθέντων από αυτήν επιδομάτων εορτών και αδείας όπως αυτά υπολογίσθηκαν, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, εσφαλμένα, με βάση τον απλό μηνιαίο μισθό και τις ειδικότερα αναφερόμενες στην από 14.03.1985 ΕΣΣΕ προσαυξήσεις και των ληπτέων επιδομάτων εορτών και αδείας, όπως αυτά όφειλε να υπολογίσει η εναγομένη με το άρθρο 12 παρ. 3 και 4 του νέου ΓΚΠ – ….., ήτοι με βάση τις τακτικές αποδοχές, στις οποίες περιλαμβάνεται το σύνολο των αμοιβών για την επικαλουμένη σταθερή και μόνιμη πρόσθετη εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, κατά τη νύκτα, και για την υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία, αναφέροντας στην αγωγή της όλα τα ανωτέρω, δίχως, ωστόσο, όμως να αφαιρεί – για τη νομική βασιμότητα αυτής – τις προσαυξήσεις που έλαβε με βάση τον εσφαλμένο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή της, υπολογισμό της εναγομένης, με συνέπεια να υφίσταται έτσι ανεπίτρεπτος, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, διπλός υπολογισμός των εν λόγω πρόσθετων αποδοχών στα επιδόματα εορτών και αδείας”. Κρίνοντας ως μη νόμιμη την αγωγή του αναιρεσείουσας ως προς τις αιτούμενες διαφορές στα επιδόματα των εορτών και άδειας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 31.12.2008, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζον ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του εσφαλμένα εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, διότι, εφόσον η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε με την αγωγή της ότι η αναιρεσίβλητη υπολόγιζε τις προσαυξήσεις επί των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος κανονικής αδείας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα βάσει των ρυθμίσεων της από 14 Μαρτίου 1985 ΕΣΣΕ, ενώ οι εν λόγω προσαυξήσεις έπρεπε να υπολογισθούν βάσει των ρυθμίσεων του άρθρου 12 παρ. 3 και 4 του νέου ΓΚΠ – …. και επίσης στην αγωγή της διαλαμβάνει τις ληφθείσες από αυτήν επί μέρους πρόσθετες αμοιβές ανά μήνα από την εκ μέρους της τακτικώς παρεχομένη νόμιμη υπερωριακή απασχόλη-ση/υπερεργασία και εργασία κατά τη διάρκεια Κυριακών και αργιών, με αναφορά στις παρασχεθείσες ανά μήνα ώρες νόμιμης υπερωρίας/υπερεργασίας και εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών και αργιών και στις αντιστοιχούσες ανά μήνα για την αιτία αυτή αμοιβές, ως και το απ’ αυτήν ληφθέν επίδομα αδείας ανά έτος καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, καθώς και τον προκύπτοντα μέσο μηνιαίο όρο των πιο πάνω πρόσθετων παροχών ετησίως, η αγωγή είναι νόμιμη. Σημειώνεται ότι ενόψει των ανά μήνα διαφοροποιήσεων των πιο πάνω πρόσθετων παροχών (νόμιμης υπερωρίας/υπερεργασίας και εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών και αργιών) είναι καθόλα εφικτός ο προσδιορισμός του μέσου όρου των επί μέρους διαφορών ειδικά στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα για τα διαστήματα από 1.5 έως 31.12 και από 1.1 έως 30.4 αντίστοιχα (και όχι ο μέσος όρος των διαφορών ανά έτος), σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 1 της ΥΑ 19040/1981 (σχετ. ΑΠ 794/2017, ΑΠ 520/2017, ΑΠ 49/2017). Επισημαίνεται ότι η παράλειψη της αναιρεσείουσας να προβεί με την αγωγή της στην αφαίρεση των προσαυξήσεων από την ως άνω παρασχεθείσα επί πλέον απασχόληση που ήδη έλαβε από την αναιρεσίβλητη ….. ΑΕ κατά τον προσδιορισμό των πιο πάνω διαφορών στα επιδόματα εορτών και αδείας κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεων της από 14 Μαρτίου 1985 ΕΣΣΕ, με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι δικαιούται επιπροσθέτως των διαφορών από τις προσαυξήσεις λόγω της τακτικώς παρασχεθείσας από αυτήν νόμιμης υπερωρίας/υπερεργασίας και εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών και αργιών κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεων του νέου ΓΚΠ – …., δεν καθιστά την αγωγή μη νόμιμη. Τούτο δε διότι η καταβολή μέρους των πιο πάνω διαφορών από τις προσαυξήσεις λόγω τακτικώς παρασχεθείσας νόμιμης υπερωρίας/υπερεργασίας, εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών και αργιών και νυκτερινής εργασίας, κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεων της από 14 Μαρτίου 1985 ΕΣΣΕ, αποτελεί αντικείμενο σχετικού ισχυρισμού (ένστασης μερικής εξόφλησης κατ’ άρθρο 416 του ΑΚ) της αναιρεσίβλητης εταιρείας. Επομένως, ο μοναδικός από το άρθρο 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος.
Συνακόλουθα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση (κατά το μέρος που αφορά διαφορές στα επιδόματα εορτών και άδειας από1.1.2005 έως 31.12.2008) και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ) στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 5197/25.7.2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσαντος ως Εφετείου, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές για περαιτέρω εκδίκαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300)ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Οκτωβρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2019.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ